- θωρακίζει
- θωρᾱκίζει , θωρακίζωarm with a breastplatepres ind mp 2nd sgθωρᾱκίζει , θωρακίζωarm with a breastplatepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θωρακισμός — ο (ΑΜ θωρακισμός) [θωρακίζω] ο οπλισμός με θώρακα, το να θωρακίζει κανείς κάτι ή να θωρακίζεται ο ίδιος … Dictionary of Greek